Οὐρανίδας

Οὐρανίδας
Οὐρᾰνίδας
1 child of Ouranos

Οὐρανίδα Κρόνου P. 3.4

pl., of the gods,

πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα P. 4.194

οἷαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . [Οὐρανίδα Κρόνου (Mommsen e Σ: Οὐρανιᾶν codd.) P. 2.38]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Οὐρανίδας — Οὐρανίδᾱς , Οὐρανίδης son of Uranos masc acc pl Οὐρανίδᾱς , Οὐρανίδης son of Uranos masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίδας — οὐρανίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανίδης — οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α) 1. ο γιος τού Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.) 2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ οὐρανίδας τοὺς θ ὑπὸ γαῑαν», Ευρ.) 3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαι προσωνυμία τών δώδεκα τέκνων τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”